- γλυκοκοίταγμα
- και -κοίταμα και -κύτταγμα, τοη τρυφερή ή ερωτική ματιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλυκοκοίταγμα — το κοίταγμα με τρυφερότητα, συμπάθεια ή ερωτική διάθεση: Το γλυκοκοίταγμά της του θόλωσε το μυαλό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυκανάβλεμμα — το γλυκιά ματιά, γλυκοκοίταγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς + ανάβλεμμα. Η λ. μαρτυρείται το 1895 από τον Ι. Γρυπάρη στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
γλυκοθώρημα — το [γλυκοθωρώ] το γλυκοκοίταγμα* … Dictionary of Greek